κλινείς

κλινείς
κλῐνείς , κλίνω
sráyati
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλινεῖς — κλῐνεῖς , κλίνω sráyati aor subj pass 2nd sg (epic) κλῐνεῖς , κλίνω sráyati fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνεις — κλί̱νεις , κλίνω sráyati aor subj act 2nd sg (epic) κλί̱νεις , κλίνω sráyati pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — έκλινα, κλίθηκα, κλιμένος 1. γέρνω, λυγίζω, πλαγιάζω: Μην κλίνεις τα γόνατα. 2. γράφω ή λέγω όλους τους τύπους κλιτού μέρους του λόγου: Κλίνε μου το ρήμα γράφω. 3. ρέπω, έχω τάση προς κάτι: Κλίνει προς το σοσιαλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”